- ἀρτηρία
- ἀρτηρία, sc. ἀορτή, (1) Schlag-, Pulsader, Arterie (2) ἡ τραχεῖα, Luftröhre. Allgemeiner vom Gifte
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀρτηρία — ἀρτηρίᾱ , ἀρτηρία wind pipe fem nom/voc/acc dual ἀρτηρίᾱ , ἀρτηρία wind pipe fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτηρία — Αιμοφόρο αγγείο που μεταφέρει το αίμα από την καρδιά στην περιφέρεια. Σύνθετη λέξη, παράγεται από τις αρχαίες λέξεις αήρ και τηρείν (= κρατώ τον αέρα). Η ονομασία αυτή οφείλεται στην πεποίθηση, που ήταν διαδεδομένη πριν από την ανακάλυψη της… … Dictionary of Greek
ἀρτηρίᾳ — ἀρτηρίαι , ἀρτηρία wind pipe fem nom/voc pl ἀρτηρίᾱͅ , ἀρτηρία wind pipe fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτηρία — η 1. αιμοφόρο αγγείο με το οποίο το αίμα μεταφέρεται από την καρδιά στα άλλα όργανα και μέλη του σώματος. 2. μεγάλος δρόμος για τη συγκοινωνία: Η συγκοινωνία της πόλης εξυπηρετείται από δύο κυρίως αρτηρίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηπατική αρτηρία — Αρτηρία που μεταφέρει το αίμα από την καρδιά στο ήπαρ … Dictionary of Greek
κοιλιακή αρτηρία — Μια αρτηρία που διακλαδίζεται από την αορτή και τροφοδοτεί με αίμα τα πεπτικά όργανα του επάνω κοιλιακού τμήματος … Dictionary of Greek
ακρωμιοθωρακική αρτηρία — Παρακλάδι της αρτηρίας της μασχάλης που περνάει ανάμεσα στο κλειδοκόκαλο (κλείδα) και τον θωρακικό μυ. Έτσι ονομάζεται και η φλέβα που ακολουθεί την ίδια πορεία, με τη διαφορά ότι έχει αντίθετη φορά … Dictionary of Greek
ἀρτηρίας — ἀρτηρίᾱς , ἀρτηρία wind pipe fem acc pl ἀρτηρίᾱς , ἀρτηρία wind pipe fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτηρίαι — ἀρτηρία wind pipe fem nom/voc pl ἀρτηρίᾱͅ , ἀρτηρία wind pipe fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτηρίαν — ἀρτηρίᾱν , ἀρτηρία wind pipe fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτηριῶν — ἀρτηρία wind pipe fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)